- ἑρπύζω
- ἑρπύζωcreeppres subj act 1st sgἑρπύζωcreeppres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερπύζω — (AM ἑρπύζω) [έρπω] έρπω* μσν. σκύβω το κεφάλι, ταπεινώνομαι, φέρομαι χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς αρχ. 1. (για ανθρώπους υπερβολικά θλιμμένους ή μεγάλης ηλικίας ή για παιδιά ή για τετράποδα) βαδίζω σέρνοντας τα πόδια, σέρνομαι… … Dictionary of Greek
ἑρπύζει — ἑρπύζω creep pres ind mp 2nd sg ἑρπύζω creep pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπύζοντα — ἑρπύζω creep pres part act neut nom/voc/acc pl ἑρπύζω creep pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπύζουσι — ἑρπύζω creep pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἑρπύζω creep pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπύζειν — ἑρπύζω creep pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπύζοις — ἑρπύζω creep pres opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπύζοντες — ἑρπύζω creep pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπύζοντος — ἑρπύζω creep pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπύζουσα — ἑρπύζω creep pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπύζων — ἑρπύζω creep pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)